- συνηπεροπεύω
- συνηπεροπεύω,A join in cheating or tricking, Ar.Lys.843.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνηπεροπεύω — Α εξαπατώ κάποιον και εγώ ή εξαπατώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπεροπεύω «πλανεύω, εξαπατώ»] … Dictionary of Greek